ενοφθαλμιάζομαι

ενοφθαλμιάζομαι
ἐνοφθαλμιάζομαι (Α)
(για δέντρα) επιδέχομαι ενοφθαλισμό, εγκεντρίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού ενοφθαλμίζομαι < εν + οφθαλμίζομαι < οφθαλμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”